-
1 καταστρωμα
-
2 κατάστρωμα
το палуба;ταξιδεύω κατάστρωμα — ехать на палубе, ехать в качестве палубного пассажира;
κατάστρωμα πτήσης — полётная палуба;
κατάστρωμα της οδού — или κατάστρωμα του δρόμου — мостовая; — настил, покрытие дороги
-
3 κατάστρωμα
[катастрома] ουσ. о. палубаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατάστρωμα
-
4 κατάστρωμα
[катастрома] ουσ ο палуба. -
5 κοραξ
- ᾰκος ὅ1) воронἐκ κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν погов. Sext. — от плохого ворона и яйцо плохое (ср. яблочко от яблони недалеко падает);
κ. λευκός погов. Anth. — белый ворон, диковина;κόραξι καὴ λύκοις χαρίζεσθαι Luc. — угождать воронам и волкам, т.е. прикармливать жадных и неблагодарных людей;(φεῦγ΄ или βάλλ΄) ἐς κόρακας! Arst., Arph. (лат. pasce corvos!) — чтоб тебя вороны склевали!, т.е. проваливай прочь!;οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε! Arph. — проваливайте отсюда!2) предполож. птица баклан Arst.3) абордажный крюк4) стеноломный крюк ( осадное орудие)(κόρακες καὴ σιδηραὴ χεῖρες Diod.)
5) дверной крюк (sc. τῶν πυλῶν Anth.)6) шейная колодка ( орудие пытки)(κλοιὸς καὴ κ. Luc.)
-
6 προσαναλαμβανω
1) сверх того принимать, еще брать(τι ἐπὴ τὸ κατάστρωμα Dem.)
πλειόνων προσαναλαμβανομένων Plut. — после того, как многие были приняты (в состав римского сената)2) восстанавливать, давать роздых(τέν δύναμιν Polyb.; στρατόπεδον Diod.)
π. ἑαυτόν Polyb. — отдохнуть3) приходить в себя, делать передышку
См. также в других словарях:
κατάστρωμα — that which is spread upon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… … Dictionary of Greek
κατάστρωμα — το, ατος δάπεδο με το οποίο καλύπτεται το κύτος του πλοίου: Κοιμηθήκαμε στο κατάστρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταστρωμάτων — κατάστρωμα that which is spread upon neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρώμασι — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρώμασιν — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρώματα — κατάστρωμα that which is spread upon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρώματι — κατάστρωμα that which is spread upon neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρώματος — κατάστρωμα that which is spread upon neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek